Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

the complicated mind of magnificent charlie


Ο  Τσάρλι είναι στην καμπίνα.

-Ναι, πρέπει να είναι στην καμπίνα, ψιθυρίζει. Κλείσε το φως γρήγορα, και αμέσως κατεβάζει το διακόπτη. Το σκοτάδι είναι ίδιο παντού. Δε ξεχωρίζεις αν είσαι μέσα ή έξω. Μόνο η θερμοκρασία αλλάζει. Και ο αέρας, δε φυσάει μέσα. Και η θάλασσα, δεν ακούγονται τα ουρλιαχτά της καθαρά.

Την τρομάζει το σίδερο. Το ξύλο ειναι πιο μαλακό, επιπλέει πιο εύκολα. Είμαι μέσα.

Ο Τσάρλι κάθεται στο κρεββάτι.

-Εδώ, εδώ είναι άνετα...και χαιδεύει το σεντόνι.

Σκύβει αμήχανα το κεφάλι και τρίβει τον αυχένα του. Μετά, το πρόσωπο και τα μάτια του. Σφίγγει με τις παλάμες το παντελόνι του και το ισιώνει ξανά. Σε κλάσματα δευτερολέπτου το ρεύμα πυροβολεί τη λάμπα, αυτή εκρύγνεται, το φως εκτοξεύται στα μάτια του Τσάρλι και με το χέρι του κλείνει το διακόπτη ξανά.
-Μη..θα μας δει. Μην το ξανακάνεις. Ο ηλεκτρισμός δε συμπαθεί το σίδερο. Επιτίθεται. Το σίδερο ειναι οριακό, σε περιορίζει. Το ξύλο ειναι ανεξάρτητο, ελεύθερο.

Σταματάει απότομα. Με το ένα χέρι στηρίζεται στο στρώμα και με το άλλο ανακατώνει τα μαλλιά του αμήχανα. Το σώμα του αρχίζει να κλίνει αργά και τελικά ξαπλώνει. Μαζεύεται και για μια στιγμή παρακολουθεί το χώρο.

-Κάπου εκεί είναι, προσπαθεί να μας βρει. Είναι έξυπνος. Αλέθει τον φόβο και τον χρησιμοποιεί για να κάψει το οξυγόνο.


Αγκαλιάζει τα πόδια του και σφίγγει τα μάτια του. Ανοιγοκλείνει το στόμα του αλλά η γλώσσα παραμένει ακίνητη και οι σκεψεις δεν μεταμορφώνονται σε ήχο. Μόνο μερικές φυσαλίδες καταφέρνουν να ανακατευτούν, αιωρούμενες, μέσα στα στρώματα σκόνης και αέρα, ασημώνοντας κάθε σπιθαμή φωτός που αντανακλάται πάνω τους.

-Να..με αυτά τα αερόστατα θα του ξεφύγουμε, έλα.


Ο Τσάρλι σηκώνεται και πηδάει πάνω τους. Η βαρύτητα ξεκινά να χρονομετρεί και στα 1.3 δευτερόλεπτα αποφασίζει να τον ρίξει κάτω, ακριβώς δίπλα απο το άσπρο σιδερένιο κρεββάτι με τη μύτη του κολλημένη εκεί.

-Οι αναπνοές των επίπλων είναι άσχημες. Κολλάνε πάνω στο δέρμα μου. Εισβάλουν στα ρουθούνια και μέσα απο τα κρανιακά αγγεία προκαλούν χημικές αντιδράσεις που μολύνουν την εγκεφαλική μου δραστηριότητα. Βοηθησέ με. Μίλα μου.


Η θάλασσα έξω φαντασιώνεται το πλοίο στο στομάχι της και εκδηλώνει την πείνα της κάνοντας επίθεση πάνω του με ένα στράτο αρκετών κυμάτων. Κάποια απο αυτά χτυπούν με δύναμη και μίσος το παράθυρο της καμπίνας και ο Τσάρλι πλησιάζει προς τα εκεί. Παρατηρεί τα παράξενα φωτεινά ποτάμια που εμφανίζονται ενίοτε στο σκοτεινό ουρανό και νιώθει το φόβο του έτοιμο να τον κατασπαράξει.

-Το σίδερο σκουριάζει, αλλάζει δομή και χρώμα. Το αλλοιώνει ο χρόνος. Το ξύλο σαπίζει, αλλά παραμένει όρθιο στο χώμα. Αλλοιώνει το χρόνο.
Δε με βοηθάς. Θα μας πιάσει. Πρέπει να φύγουμε απο αυτό το δωμάτιο. Οι τοίχοι του συνθλίβουν την όραση μου και αυτή τρέχει γύρω γύρω και πάνω τους για να ξεφύγει. Οι φωνητικές μου χορδές πάλλονται σαν λαστιχένια κύματα πλεον και οι λέξεις πηδάνε σε αυτά και ξεσπούνε το θυμό τους πάνω τους.


-Πρέπει να το διώξω τον φόβο μακριά μου. Να τον στείλω πάνω του. Να τον πολεμήσω. Το δωμάτιο δε με συμπαθεί. Μικραίνει. Θέλει να με κλείσει εδώ για πάντα, να ρουφήξει τις αναπνοές μου και να τις κάνει δικές του. Οι τοίχοι του κοχλάζουν, δε μπορω να κινηθώ εύκολα. Θέλει να με κάψει, να με κάνει στάχτη. Η φωτιά ειναι η δύναμη του. Το ξύλο καίγεται, το σίδερο όχι. Πρέπει να βρω τρόπο να ματαιώσω την παραμονή μου σ'αυτό το μέρος. Νιώθω το χρόνο να καταρρέει πάνω μου και με βαραίνει. Οι κατάρες του αγκιστρώνονται στους πόρους μου και γω βουλιάζω μέσα στον εαυτό μου όλο και πιο πολύ. Άνοιξε το φως, πρέπει να βρούμε μια έξοδο. Θα τον ξεγελάσουμε.


Το φως ανοίγει και τραβάει την προσοχή της θάλασσας. Ο Τσάρλι στρέφει το βλέμμα του έξω και βλέπει το χέρι της θάλασσας να κατευθύνεται με ταχύτητα προς το παράθυρο και με τη γροθιά της να σπάει το γυάλινο καπάκι. Ο αέρας μπαίνει μέσα και καλεί τον Τσάρλι να τον ακολουθήσει.

-Αυτή είναι η ευκαιρία μας, γρήγορα. Έλα μαζί μου, έτσι θα του ξεφύγουμε. Αυτή είναι η πόρτα που κρατούσε κλειδωμένη τόσα χρόνια. Αν δε φύγουμε τώρα θα μείνουμε εδώ για πάντα. Δε το θέλω. Θα πηδήξω. Εσύ μου είπες οτι το ξύλο επιπλέει. Το νερό είναι καλό, δεν κάνει το ξύλο στάχτη. Πολεμάει τη φωτιά. Φεύγω..




Charlie is in the cabin.

-Yes, he must be in the cabin, he whispers. Come on, be fast.
Turn off the light, he immediately pulls down the switch.
Darkness is the same everywhere. You can't tell whether you're inside or outside. The temperature is the only difference.
Well, the wind as well. It doesn't blow inside. The sea too, but you cannot hear the screaming sea clearly.
The sea is afraid of iron. Wood is softer. It floats easier. I'm inside.


Charlie sits in the bed.

- Here..here is better...and he cherished the sheet.

He tilts his head awkwardly and rubs his neck. Then, his face and eyes.
He tightens his trousers with his palms and straightens it back.
In a fraction of a second, current shoots the lamp, the lamp explodes and the light flies towards Charlie's eyes.
He turns off the light again.

-No! Don't do this again. You don't understand. He will see us. Electricity doesn't like iron. It attacks.
Iron is difficult. It puts limits on you. Wood is independent, it's free.


He suddenly stops. With one hand pressed against the bed mattress, he stirs his hair. He is wondering.

-He is somewhere there, he's trying to find us. He's clever. He blends fear and uses it to burn the oxygen.

Charlie hugs his feet and closes his eyes. He opens his mouth, but his tongue remains still
and his thoughts don't transform into sounds. Just few bubbles make it, flying through the air and the dust,
making each and every single spot of light that reflects on them turn to silver.

-Yes, yes. These bubbles are the balloons that we will use to escape. Yes, come on!

Charlie gets up and jumps on the bubbles. Gravity starts to count within 1.3 seconds, it decides to put him down,
just beside the white iron bed, with his nose touching it.

-Furniture's breath doesn't smell nice. They stick to my skin. They invade my nostrils, passing through
my cranial vessels, causing chemical reactions that infects my brains functionality. Help me. Talk to me.


The sea outside, fantasize the ship in her stomach and shows her hunger by attacking with an army
of waves. Some of them hit the window of the cabin with power and anger and Charlie moves closer.
He observes the strange lightning rivers that appear across the dark sky sometimes.
He feels his fear growing, getting bigger and bigger, ready to swallow him.

-Iron accumulates rust. It changes the structure and colour. Time changes it. Wood is rotting
but keeps itself on the ground. It doesn't fall. Wood defeats time.
You're not helping. He will catch us. We have to leave this room. The walls are killing my vision
and it runs round and round to avoid them. My vocal chords are trembling like rubber waves
and the words jumps on them and shows them their anger.


-I have to throw my fear on him. I have to fight him. This room doesn't like me. It's getting smaller.
It wants to keep me here forever, draw my breaths and steal them. The walls are boiling like the water, i can't move easily. He wants to burn me, turn me into ash. Fire is his weapon. Wood gets burnt, not iron.
I have to find a way to cancel my stay in this place. I feel that time is collapsing on me and it's making me heavier. His curses hook on my skin pores and i sink deeper into myself.
Turn on the light, we must find an exit. We will fool him.


Lights are on, but they attract the attention of the sea. Charlie looks outside and sees the hand of
the sea moving fast towards him and punches the glass window. It breaks into pieces and the air gets in,
calling Charlie to follow him.

-This is our chance. Move fast. Come with me. This is the way to escape from him.
This is the door that locked us in so many years. If we don't escape now, we'll stay
here forever. I don't want to stay. I will jump. You're the one who told me that wood floats.
Water is good, it doesn't turn wood to ash. It fights fire. I'm leaving...